- περιτροπάδην
- περιτροπ-άδην [pron. full] [ᾰ], Adv.A by rounding up, A.R.2.143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιτροπάδην — Α επίρρ. με περιτροπή, με αναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτροπή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
περιτρεπτικώς — Α επίρρ. περιτροπάδην, με αναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο επίθ. *περιτρεπτικός (< περίτρεπτος)] … Dictionary of Greek